- ωμοπλινθοδομή
- η, Ντοιχοποιία από ωμοπλίνθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωμόπλινθος + δομή (πρβλ. οικο-δομή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασταμπάς — Τύπος αιγυπτιακών τάφων των φαραωνικών χρόνων, η ονομασία των οποίων προέρχεται από την αραβική λέξη mastaba, που σημαίνει πάγκος. Πρόκειται για υπέργεια ορθογώνια οικοδομήματα με κατακόρυφες εγκοπές στους τοίχους. Οι ταφικοί χώροι είναι υπόγειοι … Dictionary of Greek